-
1 возникать
возникать, возникнуть προ κύπτω, γεννιέμαι* у меня воз никло сомнение μου γεννήθη κε μια αμφιβολία* * *= возникнутьπροκύπτω, γεννιέμαιу меня́ возни́кло сомне́ние — μου γεννήθηκε μια αμφιβολία
См. также в других словарях:
προκύπτω — ΝΜΑ σκύβω προς τα έξω, προβάλλω το κεφάλι μου για να δω (α. «προέκυπτον διά τού παραθύρου», Παπαδ. β. «προκύπτειν διά τινων ὀπῶν», Δίων) νεοελλ. 1. προέρχομαι, απορρέω, ανακύπτω («από αυτή τη δουλειά μάς προέκυψε ζημιά») 2. (ως τριτοπρόσ.)… … Dictionary of Greek